- δροσερεύω
- και δροσερεύγω (Μ δροσερεύω)1. δροσίζω2. γίνομαι δροσερός, δροσίζομαινεοελλ.ανακουφίζω, καταπραΰνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek